σφαιρωτός

σφαιρωτός
-ή, -ό / σφαιρωτός, -ή, -όν, ΝΑ [σφωρῶ]
αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής
νεοελλ.
1. αυτός που έχει εφοδιαστεί με σφαίρες
2. φρ. «σφαιρωτό σμήνος»
αστρον. βλ. σμήνος
αρχ.
αυτός που έχει σφαιρίδιο στο άκρο του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σφαιρωτός — rounded masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρωτόν — σφαιρωτός rounded masc acc sg σφαιρωτός rounded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρωτοῖς — σφαιρωτός rounded masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρωτοί — σφαιρωτός rounded masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρωτῷ — σφαιρωτός rounded masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλισφαίρωτος — καλλισφαίρωτος, ον (Μ) ο καλά ενταγμένος στην ουράνια σφαίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + σφαιρωτός < σφαῖρα] …   Dictionary of Greek

  • σφαιρωτάς — σφαιρωτά̱ς , σφαιρωτός rounded fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”