- σφαιρωτός
- -ή, -ό / σφαιρωτός, -ή, -όν, ΝΑ [σφωρῶ]αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδήςνεοελλ.1. αυτός που έχει εφοδιαστεί με σφαίρες2. φρ. «σφαιρωτό σμήνος»αστρον. βλ. σμήνοςαρχ.αυτός που έχει σφαιρίδιο στο άκρο του.
Dictionary of Greek. 2013.